- ξύλ'
- ξύλα , ξύλονAbh. Berl. Akad.neut nom/voc/acc plσύ̱λᾱͅ , σύληthe right of seizing the shipfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… … Dictionary of Greek
κουφοξυλιά — η (AM κουφοξυλέα, Α και κουφοξυλαία) ονομασία τού θάμνου που στη σημερινή επιστημονική ορολογία είναι γνωστός ως Sambucus nigra. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κουφο ξυλ έα και κουφο ξυλ αία < κουφ(ο) (ΙΙ)* + ξυλ ον + κατάλ. έα, κατά τα μηλ έα, συκ έα ή κατάλ … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ζαφείρινος — η, ο (Μ ζαφείρινος, ον) κατασκευασμένος από ζαφείρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαφείρι + κατάλ. ινος (πρβλ. μολύβδ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
ζυμουργός — ζυμουργός, όν (Α) αυτός που παρασκευάζει ζύμη, προζύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
ηλέκτρινος — η, ο (Α ἠλέκτρινος και δωρ. ἀλέκτρινος, η, ον) ο κατασκευασμένος από ήλεκτρο αρχ. ο όμοιος με ήλεκτρο, αυτός που λάμπει σαν το ήλεκτρο, λαμπερός, κεχριμπαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλεκτρο + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
ηλουργός — ἡλουργός, ὁ (Μ) ο κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, οπλ ουργός] … Dictionary of Greek
θαυματουργός — και θαματουργός, ή, ό (AM θαυματουργός, όν) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο») 2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του νεοελλ. μσν. αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα») αρχ.… … Dictionary of Greek
θειάφι — και τειάφι, το (Μ θειάφιον) 1. το ορυκτό θείο* 2. συνεκδ. καπνός ή οσμή από θειάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. θειάφιον < θείον + επίθημα αφιον (πρβλ. εδ άφιον, ξυλ άφιον, ξυρ άφιον) και απαντά στον Τζέτζη (7ος μ.Χ. αι.), ενώ ο Ησύχ. παραδίδει τ.… … Dictionary of Greek
ιμάντινος — ἱμάντινος, ίνη, ον (Α) αυτός που αποτελείται από ιμάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek